Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2012

“Μαμά μην κλαις, θα τα λέμε στο Skype…”



Διαβάζω στην ηλεκτρονική έκδοση του Έθνους: “Αν είναι αλήθεια ότι η Ιστορία επαναλαμβάνεται είτε ως φάρσα είτε ως τραγωδία, στην περίπτωση της Ελλάδας ισχύει σαφώς το δεύτερο. Εγκλωβισμένη στη δίνη της κρίσης και με την ανεργία να σπρώχνει στο περιθώριο στρατιές νέων, η χώρα βλέπει για μια ακόμα φορά το παραγωγικό της δυναμικό να μεταναστεύει, αναζητώντας ένα καλύτερο αύριο στην Ευρώπη, την Αμερική, ακόμα και την Αυστραλία.

Το θλιβερό της όλης υπόθεσης είναι, μάλιστα, ότι το νέο μεταναστευτικό κύμα σπρώχνει στους δρόμους της φυγής το πιο εξειδικευμένο τμήμα της νέας γενιάς, επιστήμονες με πτυχία, πολυετείς σπουδές και προσόντα, τους νέους ανθρώπους, δηλαδή, που, υπό άλλες συνθήκες, θα αποτελούσαν τον κινητήριο μοχλό για την ανασυγκρότηση της χώρας”.


Στο ίδιο κλίμα γράφει και ο Απόστολος Λυκεσάς, συγγραφέας και δημοσιογράφος: “Παλιά μετανάστευαν εξαιτίας της ανέχειας. Κουβαλούσαν τις αναμνήσεις τους σαν ξόρκια για τους δράκους της ξενιτιάς κι έσερναν, εκτός από τους ταπεινούς τους μπόγους, πιότερο την υπόσχεση για επιστροφή.
Νοσταλγία για μια αγαπημένη όπως ο Γιάννης του Μοθωνιού για μια Μελαχρώ ιστορημένη από τον Παπαδιαμάντη. Μια υπόσχεση σαν αυτή με την οποία έκλεινε το «Διπλό βιβλίο» του Δημήτρη Χατζή: «Και θα τη φκιάσουμε έτσι και μια πατρίδα για μας - εκεί στην πατρίδα μας την Ελλάδα».
Τώρα φεύγουν οργισμένοι. Στις βαλίτσες κουβαλάνε τα πτυχία τους, βουβό θυμό κι ένα δακρυσμένο άι σιχτίρ για την πατρίδα που τους αποβάλλει σαν ανεπιθύμητα μπάσταρδα. Φεύγουν νέοι με μεταπτυχιακά αλλά και απελπισμένοι μεσήλικες. Οπως ο γιατρός, μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Ιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, που πήγε στην Αγγλία αγανακτισμένος με όσα βίωνε στα ελληνικά νοσοκομεία. Σαν την Ξένια που γύρισε δυο φορές την Ευρώπη και τώρα ζει ως περιζήτητη εργαζόμενη στη Ζυρίχη πριν ακόμη γίνει 25 χρονών. Αριστη στο σχολείο, στο πανεπιστήμιο, για τους Ελβετούς. Η πατρίδα της όμως της έκοβε την ανάσα με λαβή επιδέξιου στραγγαλιστή.
Αναχωρούν όχι πια για ταξίδι με φτηνό αεροπορικό εισιτήριο. Η γενιά της ξέφρενης ανεμελιάς συνετρίβη κατά την προσγείωση στην πραγματικότητα. Φεύγουν νιώθοντας τυχεροί αν καταφέρουν και βρουν χώρα υποδοχής: μηχανικοί και επαγγελματίες από τον χώρο της υγείας, λογιστές και φοροτεχνικοί, ναυπηγοί και αρχιτέκτονες, γεωπόνοι και χημικοί, κτηνίατροι και φυσιοθεραπευτές, τεχνολόγοι πυρηνικής ιατρικής και οδοντίατροι, λογοθεραπευτές και μαίες, μηχανικοί αυτοκινήτων και συγκολλητές, κλειδαράδες και χτίστες, ξυλουργοί και υδραυλικοί, ηλεκτρολόγοι και ψυκτικοί. Κάθε οικογένεια και ένας μετανάστης.
Παρηγορούν τους δικούς τους «μην κλαις, βρε μαμά, θα μιλάμε στο σκάιπ». Η θέση όμως στο κυριακάτικο τραπέζι θα είναι άδεια. Σε πέντε ηλεκτρονικά λεπτά τι να πεις; Για ποιο καημό, ποιο όνειρο και πόνο, πώς να τσουγκρίσεις το ποτήρι στη χαρά;
Θα περιμένουν όλοι το καλοκαίρι. Αν η εταιρεία δώσει άδεια. Αλλά ποιος τα σκέφτεται αυτά τώρα που στο μυαλό υπάρχει το σχέδιο -και η όποια ευκαιρία- για δραπέτευση. Γιατί το πατρώο χώμα είναι ειρκτή, κυρίως για τους αθώους. Οι άλλοι μια ζωή θα ξεφεύγουν.
Τώρα στα αεροδρόμια οι συγγενείς δεν κουνάνε πια μαντήλια κι αυτοί που φεύγουν αφήνουν σε όσους μένουν μοναχά τις ελπίδες. Πως όταν περάσουν τα χρόνια ενδέχεται να ξεθυμάνει ο θυμός, θα στραγγίσει το ξίδι, θα μείνει μόνο η γλύκα στιγμών με συγγενείς και φίλους, ομορφιές και γοητείες των αισθήσεων, θερινές τζιτζικοκραυγές ξεγνοιασιάς.
Ποιες λέξεις άραγε και ποια χρώματα θα περιγράφουν το περιεχόμενο της νοσταλγίας του μέλλοντος; Παπαδιαμαντικές «ελάτε, παιδιά, να τραγ'δήστε» ή του Χατζή «...κι ας είναι λίγο για την Ελλάδα»;
Φεύγουν οργισμένοι. Στις βαλίτσες κουβαλούν τα πτυχία τους κι έναν βουβό θυμό. Η γενιά της ξέφρενης ανεμελιάς συνετρίβη κατά την προσγείωση στην πραγματικότητα